Στροφάδες

Στροφάδες
Δύο μικρά νησιά στο Ιόνιο πέλαγος, στα νότια της Ζακύνθου, συνολικής έκτασης 4 τ. χλμ. Ανήκουν στο δήμο της Ζακύνθου και οι λίγοι κάτοικοι τους ασχολούνται κυρίως με την αμπελουργία. Στο μεγαλύτερο από αυτά, το Στεφάνι, υπάρχει μονή της Παναγίας της Παντοχαράς και του Άγιου Διονυσίου, όπου μόνασε και ο προστάτης άγιος της Ζακύνθου. Το μοναστήρι, που σύμφωνα με την παράδοση το ίδρυσε η αυτοκράτειρα Ειρήνη του Βυζαντίου και το ανακαίνισε ο αυτοκράτορας Ιωάννης H’ Παλαιολόγος, έχει πλούσια βιβλιοθήκη. Στην αρχαιότητα οι Σ. ονομάζονταν Πλωταί και, σύμφωνα με μαρτυρίες του Βιργίλιου, εκεί έμειναν οι Άρπυιες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Στροφάδες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στροφάδες — Sp Strofãdės Ap Στροφάδες/Strofades L s. Jonijos j., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • στροφάδες — στροφάς turning round masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Строфады — (Στροφαδες) два известных в древности острова в Ионийском море, в 35 геогр. милях к югу от Закинфа (нын. Занте) и в 10 мил. от Мессении, к которой они принадлежали. Первоначально С. назывались Πλωταί (Плавучие острова). По преданию, когда сыновья …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Στροφάδας — Στροφάδες fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στροφάδεσσιν — Στροφάδες fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στροφάδων — Στροφάδες fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στροφάσιν — Στροφάδες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Strofades — (Στροφάδες) Das Kloster des Erlösers auf Stamfani Gewässer Ionisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • στροφάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» κυκλική τροχιά τού αστερισμού τής Άρκτου, Σοφ.) 2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”